Του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ Οι «ώριμες» γυναίκες είναι πιο δραστήριες σεξουαλικά και φθάνουν πιο εύκολα σε οργασμό απ' ό,τι οι νεότερες γυναίκες. Αυτό το εντυπωσιακό συμπέρασμα προέκυψε από μια νέα επιστημονική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Χάκενσακ, στο Νιου Τζέρσι (Hackensack University Medical Center).
Οπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του Αυγούστου της επιστημονικής επιθεώρησης «British Journal of Urology International», το 54% των γυναικών ηλικίας 18-30 ετών δυσκολεύονται να έρθουν σε οργασμό, ποσοστό το οποίο, αντίθετα, στις ηλικίες 31-45 πέφτει στο 45%.
Αυτά τα νέα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα στατιστικά δεδομένα, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές που πραγματοποίησαν τη σχετική έρευνα, ίσως μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το γιατί οι περισσότερες γυναίκες που βρίσκονται σε αυτή την ηλικία εκδηλώνουν απροσδόκητα υψηλά ποσοστά σεξουαλικής δραστηριοποίησης σε σύγκριση με όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες (87%).
Παραδόξως, όμως, ενώ οι περισσότερες γυναίκες μεγαλώνοντας απολαμβάνουν περισσότερους και εντονότερους οργασμούς, εντούτοις η σεξουαλική τους ζωή στο σύνολό της δεν φαίνεται να βελτιώνεται. Αντίθετα, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, τα δύο τρίτα των γυναικών υποφέρουν από κάποια λίγο-πολύ σοβαρή σεξουαλική διαταραχή.
Τα τελευταία χρόνια οι σεξολόγοι έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο Γυναικεία Σεξουαλική Δυσλειτουργία (Female Sexual Dysfunction - FSD) για να περιγράψουν ένα σύνολο από διαταραχές που αφορούν αποκλειστικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μάλιστα, συνήθως κατατάσσουν αυτές τις ετερογενείς διαταραχές της θηλυκής σεξουαλικότητας σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:
1Διαταραχές της σεξουαλικής επιθυμίας: υποτονική σεξουαλική επιθυμία, σεξουαλική αποστροφή.
2Διαταραχές της σεξουαλικής διέγερσης: απουσία ερεθισμού, αίσθηση ξηρότητας.
3 Διαταραχές του οργασμού (ανοργασμία). Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα που, όταν δεν οφείλεται σε φυσιολογικά αίτια, η εκδήλωσή του αποδίδεται στην ανεπαρκή σεξουαλική ωριμότητα της γυναίκας, σε ανασταλτικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς ή και σε τραυματικές εμπειρίες.
4 Διαταραχές κατά την επαφή: πόνος κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τη σεξουαλική πράξη, δυσπαρευνία (ευαισθησία του κόλπου και της περιγεννητικής χώρας), κολεόσπασμος ή κολπόσπασμος (σπασμός του περινέου κατά την προσπάθεια διείσδυσης στον κόλπο).
Οπως διευκρινίζει η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, ουρολόγος δρ Debra Fromer, στόχος της έρευνας ήταν ακριβώς να εξετάσει πώς εξελίσσονται οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στις γυναίκες καθώς περνούν από τη νεαρή στην ώριμη ηλικία. Και τα αποτελέσματα είναι μάλλον αποκαρδιωτικά: με την πάροδο των ετών τα σεξουαλικά προβλήματα των γυναικών επιδεινώνονται, με μοναδική εξαίρεση τον οργασμό.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: στην ηλικία από 18 έως 30 ετών το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα των γυναικών είναι η ανοργασμία (54%). Ακολουθούν η υποτονική επιθυμία (36%) και η έλλειψη ικανοποίησης (28%). Από τα 31 έως τα 45 τους η υποτονική σεξουαλική επιθυμία γίνεται το μείζον πρόβλημα για τις γυναίκες (48%), ακολουθούν η ανοργασμία (43%) και η έλλειψη ικανοποίησης (40%). Ενώ από τα 46 έως τα 54, το ποσοστό των γυναικών με προβλήματα μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας ανεβαίνει στο 65%, ανοργασμίας στο 48% και έλλειψης ικανοποίησης στο 53%. Τέλος, από τα 55 μέχρι τα 70 το ποσοστό των γυναικών που παρουσιάζουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία αγγίζει το 77%, ανοργασμία το 66% και έλλειψη ικανοποίησης το 65%.
Σύμφωνα με τη δρα Φρόμερ, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα που δεν πλήττει αποκλειστικά τους άνδρες, όπως μέχρι σήμερα έτειναν να επισημαίνουν οι πολυάριθμες έρευνες για τη στυτική δυσλειτουργία ή τις διαταραχές εκσπερμάτισης στον άνδρα, αλλά και τις γυναίκες. Διαταραχές που υπονομεύουν τη συνολική ποιότητα ζωής των γυναικών, επηρεάζοντας αρνητικά νευραλγικούς τομείς της ζωής τους: ψυχοσωματική υγεία, διαπροσωπικές σχέσεις, αυτοεκτίμηση.
Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη αφ' ενός να εντοπιστούν τα προβλήματα αυτά και να μελετηθούν εκτενώς τα αίτια και οι παράγοντες που τα δημιουργούν, και αφ' ετέρου να βρεθούν τρόποι αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους. Εξάλλου, προσθέτει η δρ Φρόμερ, αρκετά από τα δυσάρεστα συμπτώματα αυτών των διαταραχών της Γυναικείας Σεξουαλικής Δυσλειτουργίας αντιμετωπίζονται πλέον και ενδεχομένως θεραπεύονται οριστικά με τη βοήθεια ορμονών και ειδικών φαρμακευτικών ουσιών.
Επιπλέον, πολύ σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των σεξουαλικών διαταραχών φαίνεται πως παίζει και η ψυχοθεραπεία, δεδομένου ότι από πληθώρα ερευνών επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι η ικανοποιητική σεξουαλική ζωή καθορίζει όλες τις πτυχές της ατομικής και κοινωνικής ζωής ενός προσώπου: από τη σχέση του με τον εαυτό του έως τη σχέση του με τους άλλους. Με άλλα λόγια, ενώ η φαρμακευτική αντιμετώπιση μιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας ενδέχεται να αποδειχτεί αποτελεσματική, τα φάρμακα δεν αποτελούν πανάκεια.
Οσο για τους παράγοντες που θεωρούνται σήμερα οι βασικοί υπαίτιοι για τις διαταραχές της Γυναικείας Σεξουαλικής Δυσλειτουργίας αυτοί είναι: η ηλικία, η «βεβαρημένη» σεξουαλική προϊστορία ενός ατόμου (ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης ή σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων), η κατάθλιψη, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό στάτους, ο τρόπος ζωής, η σεξουαλική πείρα, η γενική κατάσταση της υγείας. Πρόσφατη έρευνα, όμως, που έγινε στην Τουρκία και οδήγησε σε παρόμοια συμπεράσματα, υποδεικνύει ότι δεν αποκλείεται οι γυναικείες σεξουαλικές δυσλειτουργίες να μην οφείλονται αποκλειστικά σε κοινωνικοψυχολογικούς παράγοντες, αλλά και σε βιολογικά αίτια.